- κατίσχω
- κατίσχω και καταΐσχω (Α)1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.)2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.)3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς Χοιράδας νήσους», Θουκ.)4. κατέρχομαι, κατεβαίνω («Αἰγύπτιοι δὲ λέγουσι σέλας ἐπὶ τὴν βοῡν ἐκ τοῡ οὐρανοῡ κατίσχειν», Ηρόδ.)5. μέσ. κατίσχομαι και καταΐσχομαια) κρατώ κάτι για τον εαυτό μου («γυναῑκα... ἥν τ' αὐτός ἀπονόσφι κατίσχεαι», Ομ. Ιλ.)β) έχω στην κατοχή μου, κατέχω («οὔτ' ἄρα ποίμνησιν καταΐσχεται οὔτ' ἀρότοισιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.